εκδόσεις «Άγρα».
Γνωστός φιλόλογος και συνεχιστής του «νέου τόνου» (όρος που εισήγαγε ο
συντοπίτης του Κοροβίνη, Γιώργος Ιωάννου, για να χαρακτηρίσει τη στροφή της
πεζογραφίας στον τόπο μας σε αντιδιαστολή προς τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό), ο
συγγραφέας του Γύρου του Θανάτου μας
χαρίζει ένα περίτεχνο μυθιστόρημα κατευθείαν βγαλμένο από τα νεορεαλιστικά
πλάνα της μετεμφυλιακής Ελλάδας και τις κοινωνικοπολιτικές της μεταλλάξεις. Στο
βιβλίο αυτό, ο Κοροβίνης καταπιάνεται με την πολύκροτη υπόθεση Παγκρατίδη, του
δήθεν «Δράκου του Σέιχ Σου», προκειμένου να ξεδιπλώσει το τοπίο μιας Ελλάδας
που ακροβατούσε ανάμεσα σε λαϊκά είδωλα και καταπιεσμένες συνειδήσεις και που
πάσχιζε να ανιχνεύσει έναν ιδιωτικό χώρο μακριά από το διαποτισμένο στα
πολιτικά μίση και έριδες κοινωνικό τοπίο. Πώς όμως να αναπλάσει ο συγγραφέας
μια τόσο οριακή περίοδο και μια αληθινή ιστορία χωρίς να παραδοθεί στις
ευκολίες του μυθιστορήματος-ντοκουμέντου και στις δημοσιογραφικές του παγίδες;
Πώς να μιλήσει για μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, όπως ο Παγκρατίδης, χωρίς να
καταλήξει σε ηθικολογικά –και άρα άσχετα με το μυθιστόρημα– συμπεράσματα;
Ευφυώς ο Κοροβίνης υιοθετεί τη λύση μιας πολυπρόσωπης αφήγησης δίνοντας
μυθιστορηματικά το λόγο στους «πρωταγωνιστές» που συναγελάστηκαν τον
Παγκρατίδη, πρόσωπα πολύπαθα και τα ίδια, θύματα μαζί και θύτες, μέλη ενός
χορού μιας τραγωδίας δίχως κάθαρση και τέλος. Προσφέρει έτσι στον αναγνώστη την
ευκαιρία να εξαγάγει μόνος του τα συμπεράσματά του. Μεταξύ άλλων αρθρώνουν τη
δική τους φωνή –αργκό για τους περιθωριακούς, καθαρευουσιάνικη για τους
γραμματιζούμενους– ο συμμαθητής που έζησε τον Αρίστο από κοντά στα χρόνια του
σχολείου, μαζί με τον οποίο ανακάλυπταν παρέα την τότε αθώα πλευρά της
παραβατικότητας, η υπηρέτρια-φίλη της πλύστρας μητέρας του, ο δημοκρατικός
αστυνομικός που μιλά ξεκάθαρα για τις «έξυπνες» μεθόδους που υιοθετούσαν τότε
στο τμήμα προκειμένου να αποσπάσουν τις πολυπόθητες ομολογίες, ο δωσίλογος
περιπτεράς, η ντιζέζ και η τραβεστί με τις οποίες ανέπτυξε ο Αρίστος σχέση –η
μοναδική ίσως τρυφερή νότα σε μια κοινωνία ανάλγητη και άπονη. Από την
πολυπρισματική αυτή αφήγηση προκύπτει επίσης το προφίλ ενός ανθρώπου-μάρτυρα
μιας εποχής που αναζητούσε τα δικά της εξιλαστήρια θύματα, συνεχίζοντας τον
φαύλο κύκλο των άδικων πολιτικών εγκλημάτων και λαθεμένων εκτιμήσεων (όχι
τυχαία ο συγγραφέας επανέρχεται επανειλημμένως στην υπόθεση Λαμπράκη που έλαβε,
επίσης, χώρα στη Θεσσαλονίκη, αναπαριστώντας έτσι το απόλυτο έγκλημα που, σε
αντίθεση με την υπόθεση Παγκρατίδη, δεν βιάστηκε να βρει τιμωρό).
Ο
πολυφωνικός τρόπος της αφήγησης εύλογα φέρνει στο μυαλό αντίστοιχα περίτεχνα
έργα, όπως το Herculine Barbin του Μισέλ Φουκό όπου, μέσα από τους διάφορους αυτόπτες
μάρτυρες του θανάτου ενός ερμαφρόδιτου, προκύπτουν θέματα ταυτότητας,
προκαταλήψεων και κοινωνικών εντάσεων. Αντίστοιχα, λοιπόν, σε αυτή την ανοιχτή
τυπολογία του «λαϊκού» κόσμου που χτίζει το βιβλίο, όπως χαρακτηριστικά τον
ξεδιπλώνουν οι διαφορετικές φωνές, ενυπάρχουν ταυτόχρονα το μεγαλείο των
προφορικών αφηγήσεων, οι αστικοί μύθοι, οι ήρωες του περιθωρίου, οι ανείπωτες
κραυγές μιας ομορφιάς που μπορεί να ενοικεί στο χθαμαλό. Ο Κοροβίνης δένει
αρμονικά τα χαρακτηριστικά των πρωταγωνιστών του με τον αντίστοιχο λεκτικό τους
κόσμο. Εσκεμμένα αποδίδονται διάφορα ονόματα στον ίδιο τον πρωταγωνιστή. Από
τον πιτσιρικά «Αρίστο» μέχρι τον κατηγορούμενο «Αριστείδη» και τον τολμηρό
«Γουρουνά» που επιχειρούσε τον «Γύρο του Θανάτου», υπάρχει μια αφηγηματική
γραμμή που αναδεικνύει με τρόπο γενεαλογικό περίπλοκες σχέσεις εξουσίας, έρωτα
και γνώσης: το πρώτο υλικό μιας σπουδαίας λογοτεχνίας. Κι αυτή μας την χαρίζει
αφειδώλευτα ο Κοροβίνης χωρίς ούτε στιγμή να παραχωρεί τα λογοτεχνικά του μέσα
σε ευκολίες. Πρόκειται για καλή λογοτεχνία που αναδεικνύει από μόνη της
«ευαίσθητα κοινωνικά ζητήματα». Οι ευαίσθητες χορδές που αγγίζει το βιβλίο δεν
έχουν τόσο να κάνουν με τις δεδηλωμένες προθέσεις του όσο με τη μυθοπλαστική
του δεινότητα και τις πολύπλευρες κοινωνικοπολιτικές παραμέτρους του που αυτή
φέρνει στο φως. Ο Γύρος του Θανάτου θα
μπορούσε κάλλιστα να συμπεριλαμβάνεται
στη βιβλιογραφία των «Σπουδών του Φύλου» ή άλλων τομέων που θίγουν ζητήματα
μειονοτήτων πάσης φύσεως.
Αντίστοιχες παράμετροι αναδείχθηκαν και στην περίπτωση ενός άλλου
αξιομνημόνευτου μυθιστορήματος που συζητήθηκε στην Επιτροπή: Τα Σακιά της Ιωάννας Καρυστιάνη (από τις
εκδόσεις «Καστανιώτη»). Και εδώ, η πραγματικότητα της σύγχρονης Ελλάδας,
γεμάτης από ανείπωτες αμαρτίες και διαψευσμένα όνειρα, φέρνει στο φως τα
εγκλήματα που διαπράττει ο πρωταγωνιστής. Αλλά το πιο ειδεχθές είναι το
οικογενειακό δράμα: τι εγκληματικότερο από την έλλειψη στοργής και αγάπης που
μπορεί να γνωρίζει κάποιος από μικρός; Και εδώ, παρακολουθούμε την κατάρα μιας
προδιαγεγραμμένης μοίρας που δεν υπήρξε ευσπλαχνική απέναντι στους παρίες, τους
κατατρεγμένους, τα ορφανά –τους μη κανονικούς, μιας μοίρας που πραγματώνεται
στο αστεακό τοπίο και αναδύεται από τις «μινιατούρες της καθημερινότητας».
Με διαφορετικούς τρόπους, νέους δρόμους προς την επαναφορά του ρεαλισμού
ανοίγει και η Μάρω Δούκα με το βιβλίο της Το
δίκιο είναι ζόρικο πολύ (εκδόσεις «Πατάκη»). Φωτίζοντας μια αντιφατική όσο
και οδυνηρή σελίδα της ελληνικής ιστορίας, το μυθιστόρημα μας μεταφέρει
δεξιοτεχνικά στα Χανιά του 1945
υφαίνοντας ένα μοναδικό κέντημα στο οποίο «αντικειμενική» ιστορία,
«υποκειμενική» ερμηνεία και προσωπικό βίωμα διαπλέκονται κι αναδύονται με τρόπο
που επανασυζητά τα όρια μεταξύ ρεαλιστικής και μυθοπλαστικής πραγματικότητας.
Αδροί χαρακτήρες ανακύπτουν μέσα στο εκτενές μυθιστόρημα, ενδεικτικοί της
ιδιοσυγκρασίας του κρητικού λαού. Οι πολυάριθμοι πρωταγωνιστές της ιστορίας
επικεντρώνονται σε έναν κόσμο εμποτισμένο με την επιθυμία της απελευθέρωσης και
μιας καλύτερης ζωής, μέσω μιας λογοτεχνικής γραφής που επιζητά να μεταπηδήσει
στη γραφή του χρονικού και της μαρτυρίας.
Eισηγήτρια του σκεπτικού : Τίνα Μανδηλαρά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου